εμποράκος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

ο
υποκορ. του έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος.