εμποράκος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

ο
υποκορ. του έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος.