εμφέρβομαι
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.