εναβρύνομαι

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

(AM ἐναβρύνομαι)
υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.
1. (απολ.) κορδώνομαι
2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι
3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι
4. έχω κάτι για καύχημαχώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.).