εννεαπνεύμων

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐννεαπνεύμων, -ον (Α)
ο ισοδύναμος με εννέα ανέμους («ἐννεαπνεύμων ζάληγυνή», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + πνεύμων.