ενόδιος
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Greek Monolingual
ἐνόδιος, -ία, -ον και ἐνόδιος, -ον (επικ. τ. εἰνόδιος, -ίη, -ον) (Α) οδός
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.)
2. ο χρήσιμος για τον δρόμο
3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν βωμούς ή αγάλματα στους δρόμους, κυρίως Ερμή, Περσεφόνης και Εκάτης (α. «ἐνοδία θεός» (Περσεφόνη), Σοφ.
β. «εἰνοδίας Ἐκάτης», Σοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνόδια
α) δίχτια για τη σύλληψη θηραμάτων
β) φουσκάλες από τη μακρά οδοιπορία.