εξίσου

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσου
Μ και εξίσου)
1. σε ίση ποσότητα
2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].