εξαίφνης
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
(AM ἐξαίφνης) αίφνης
επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
αμέσως, ευθύς
μσν.
(με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά»)
αρχ.
φρ. «τὸ ἐξαίφνης» — η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων.