εξαμηνιαίος

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον)
διαρκείας έξι μηνών
νεοελλ.
εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες
αρχ.
ηλικίας έξι μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μηνιαίος.].