εξαρώμαι

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

ἐξαρῶμαι, -άομαι (Α) αρώμαι
1. καταριέμαι
2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές.