αρώμαι

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

ἀρῶμαι (-άομαι) (Α)
1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ
2. καταριέμαι κάποιον για κάτι
3. τάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρά.
ΣΥΝΘ. αρχ.-νεοελλ. καταρώμαι
αρχ.
αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι].