αρώμαι
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
Greek Monolingual
ἀρῶμαι (-άομαι) (Α)
1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ
2. καταριέμαι κάποιον για κάτι
3. τάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρά.
ΣΥΝΘ. αρχ.-νεοελλ. καταρώμαι
αρχ.
αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι].