καθαγιάζω
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
= καθαγίζω, LXX Le. 27.26, 2 Ma. 1.26; ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν Ph. 1.115; — Pass., Iamb. Myst. 5.24.
German (Pape)
[Seite 1279] VLL., = Folgm; auch Plut. Brut. 20, v.l.
Russian (Dvoretsky)
καθαγιάζω: Plut. = καθαγίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καθαγιάζω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Λευκ. ΚΖ, 26. Β΄ Μακκ. Α΄, 26).
Spanish
Greek Monolingual
(AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» — β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἁγιάζω.
Léxico de magia
adorar en v. pas. el nombre de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, ... ὁ τὸ ἰσχυρὸν ὄνομα ἔχων τὸ καθηγιασμένον ὑπὸ πάντων ἀγγέλων te invoco a ti, el que posee el nombre poderoso adorado por los ángeles P I 206 P IV 1191