Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξιλάσκομαι

From LSJ

Greek Monolingual

ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).