εξοπίσω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω)
1. προς τα πίσω, πίσω πάλι
2. πίσω, στο ίδιο μέρος
3. από το ίδιο μέρος
αρχ.
χρον. στο μέλλον.