εξοπίσω

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω)
1. προς τα πίσω, πίσω πάλι
2. πίσω, στο ίδιο μέρος
3. από το ίδιο μέρος
αρχ.
χρον. στο μέλλον.