εξούσιος

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

ἐξούσιος, -ον (Α)
αυτός που έχει χάσει την οὐσίαν, την περιουσία του.