εξωραϊστικός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
-ή, -ό
αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].