εξωραϊστικός

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].