εορταστικός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
και γιορταστικός, -ή, -ό (AM εορταστικός, -ή, -όν) εορτάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή
νεοελλ.
1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό
εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών.