εορταστικός
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek Monolingual
και γιορταστικός, -ή, -ό (AM εορταστικός, -ή, -όν) εορτάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή
νεοελλ.
1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό
εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών.