Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εορταστικός

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

και γιορταστικός, -ή, -ό (AM εορταστικός, -ή, -όν) εορτάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή
νεοελλ.
1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό
εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών.