εορταστικός
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
και γιορταστικός, -ή, -ό (AM εορταστικός, -ή, -όν) εορτάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή
νεοελλ.
1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό
εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών.