φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
οναυτ. είδος απλού συσπάστου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. αρσ. ενεστ. του επάγω].