επάγων

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. είδος απλού συσπάστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. αρσ. ενεστ. του επάγω].