επάγω

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπάγω) άγω
1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου
2. επιφέρω, προκαλώ
3. οδηγώ, παρασύρω («μᾶλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου»)
4. καταφέρω χτύπημα
μσν.
επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο
αρχ.
1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον του εχθρού
2. προχωρώ, επέρχομαι εναντίον κάποιου (τῶν πολεμίων ἐπαγόντων αὐτοῖς», Πολ.)
3. κεντρίζω, παρορμώ, υποκινώ
4. επιταχύνω μια κίνησηἀτρέμας πρῶτον... κἄπειτ' ἐπάγει παπαπαππάξ», Αριστοφ.)
5. (με αιτ. και απρμφ.) πείθω κάποιον να κάνει κάτι («ἐξ ὧν ἄν τις ὑμᾱς ἐπαγάγοι μᾶλλον φροντίσαι τῆς ἡμετέρας σωτηρίας», Ισοκρ.)
6. οδηγώ κάποιον μπροστά σε κάποιον άλλο («τοσαῡτα δὲ εἴπας ἐπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱερέας», Ηρόδ.)
7. οδηγώ, συνοδεύω
8. κομίζω, μεταφέρω κάπου
9. μέσ. α) μεταφέρω στη χώρα μου
β) (για τις ρίζες φυτού) μεταφέρω τροφή
10. διοχετεύω (νερό)
11. μέσ. φέρνω για τον εαυτό μου, προμηθεύομαι («ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται», Θουκ.)
12. α) ενεργ. βάζω κάποιον να ψηφίσει («ψῆφον ἐπήγαγον τοῖς ξυμμάχοις ἅπασιν»)
β) παθ. φρ. «ψῆφος ἐπάγεταί τινι» — ψηφίζεται, αποφασίζεται κάτι με ψηφοφορία
13. οδηγώ ένα πρόσωπο μπροστά στη βουλή
14. φέρνω επί πλέον, προσθέτωἐπάγων δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον ἔνειμεν», Πλούτ.)
15. παρεμβάλλω («ἐπάγουσι ἀνὰ πᾶν ἔτος πέντε ἡμέρας», Ηρόδ.)
16. εισάγω, καθοδηγώ («ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα», Πλάτ.)
17. μέσ. επικαλούμαι («τούτοις δὲ πᾱσι τοῖς λόγοις μάρτυρας ποιητὰς ἐπάγονται», Πλάτ.)
18. μνημονεύω, αναφέρω χωρίο συγγραφέα («ἐπαγόμενοι τε αὐτοὺς οἱ πολλοὶ ἐν τοῖς λόγοις», Πλάτ.)
19. μέσ. φέρνω μαζί μου («εἰ μὴ πλουτοίη καὶ προῖκα ἐπάγοιτο πολλήν», Νικόστρ. στον Στοβαίο)
20. προσελκύω κάποιον, αποκτώ την εύνοια κάποιου («τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μὴ καί... ἐπαγάγωνται τὸ πλήθος», Θουκ.)
21. (με αιτ. και απρμφ.) αποκτώ την εύνοια κάποιου και τον πείθω, τον καταφέρνω να κάνει κάτι («oἱ Ἀργεῖοι πρέσβεις τάδε ὅμως ἐπηγάγοντο τοὺς Λακεδαιμονίους ξυγχωρῆσαι», Θουκ.)
22. μέσ. επιθέτω, ενθέτω, τοποθετώ
23. συνάγω, συμπεραίνω
24. (λογ.) βγάζω συμπέρασμα επαγωγικά (Αριστοτ.)
25. φρ. α) «ἐπάγω τινὶ δίκην, γραφήν» — κινώ δίκη
β) «ἐπάγω τινὶ αἰτίαν» — εγκαλώ, κατηγορώ
γ) «ἐπάγω ὅρκον» — προκαλώ όρκο, επιβάλλω όρκο στον αντίδικο, για να βεβαιώσει ενόρκως τους ισχυρισμούς του
δ) «ὁ ἐπαγόμενος ἀγών» — ο έκτακτος
ε) «ἐπάγω τὸ καθόλου» — συνάγω μια γενική αρχή (Αριστοτ.).