επίκροτος

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ἐπίκροτος, -ον (AM) επικροτώ
(για λίγο) εύηχος, ηχηρός
αρχ.
1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος
2. αυτός που κάνει κρότο.