επαναπίπτω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)
ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω
μσν.-αρχ.
1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).