ἐπαναπίπτω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπίπτω Medium diacritics: ἐπαναπίπτω Low diacritics: επαναπίπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epanapíptō Transliteration B: epanapiptō Transliteration C: epanapipto Beta Code: e)panapi/ptw

English (LSJ)

lie down on, φύλλοις ῥόδων Ael.VH9.24.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἐπαναπεσών;
tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀναπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπίπτω: πλαγιάζω ἐπί τινος, φύλλοις ῥόδων γοῦν ἐπαναπεσὼν καὶ κοιμηθεὶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 24.

Greek Monolingual

και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)
ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω
μσν.-αρχ.
1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).