επιγάστριος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιγάστριος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, στο επιγάστριο («επιγάστριες φλέβες και αρτηρίες» — οι φλέβες τών κοιλιακών τοιχωμάτων)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιγάστριο(ν)
το μέρος του σώματος από τον θώρακα ώς το εφηβαίο και κυρίως το τμήμα πάνω από τον ομφαλό
αρχ.
αυτός που ασχολείται μόνο με τη γαστέρα του, που κοιτάει μόνο την κοιλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γάστρ-ιος < γαστήρ, γαστρ-ός].