επιγενεσιουργός

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].