ἐπιγενεσιουργός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
German (Pape)
[Seite 932] = γενεσιουργός, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγενεσιουργός: -όν, = γενεσιουργός, Κλήμ. Ἀλ. 668.
Greek Monolingual
ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].