επιθαυμάζω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ἐπιθαυμάζω (AM)
αρχ.-μσν.
θαυμάζω και απορώ, μένω κατάπληκτος
αρχ.
δείχνω σε κάποιον τον θαυμασμό μου.
ἐπιθαυμάζω (AM)
αρχ.-μσν.
θαυμάζω και απορώ, μένω κατάπληκτος
αρχ.
δείχνω σε κάποιον τον θαυμασμό μου.