κατάπληκτος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον, astonishing, f.l. for καταπληκτικός, Id. 31.8.
Russian (Dvoretsky)
κατάπληκτος: поразительный, изумительный (ἅρμα ἐλεφάντιν ν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάπληκτος: -ον, κατάπληξιν, θαυμασμὸν προξενῶν, ἀξιοθαύμαστος, καταπληκτικός, ἅρμα ἐλεφάντινον κ. Διοδ. Ἐκλογ. 645 ἐν ἀρχ.· ἀνὴρ κ. τῷ μεγέθει Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 7. 16, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάπληκτος, -ον, Μ θηλ. και -η) καταπλήσσω
νεοελλ.
ο κατεχόμενος από κατάπληξη, έκπληκτος, εκστατικός, εμβρόντητος, άναυδος
μσν.-αρχ.
(εσφ. ανάγν. αντί καταπληκτικός), αυτός που προξενεί κατάπληξη και θαυμασμό, ο αξιοθαύμαστος, ο καταπληκτικός («ἀνὴρ κατάπληκτος τῷ μεγέθει», Θεοφ. Σιμ.).