κατάπληκτος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπληκτος Medium diacritics: κατάπληκτος Low diacritics: κατάπληκτος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: katáplēktos Transliteration B: kataplēktos Transliteration C: katapliktos Beta Code: kata/plhktos

English (LSJ)

ον, astonishing, f.l. for καταπληκτικός, Id. 31.8.

Russian (Dvoretsky)

κατάπληκτος: поразительный, изумительный (ἅρμα ἐλεφάντιν ν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάπληκτος: -ον, κατάπληξιν, θαυμασμὸν προξενῶν, ἀξιοθαύμαστος, καταπληκτικός, ἅρμα ἐλεφάντινον κ. Διοδ. Ἐκλογ. 645 ἐν ἀρχ.· ἀνὴρ κ. τῷ μεγέθει Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 7. 16, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάπληκτος, -ον, Μ θηλ. και -η) καταπλήσσω
νεοελλ.
ο κατεχόμενος από κατάπληξη, έκπληκτος, εκστατικός, εμβρόντητος, άναυδος
μσν.-αρχ.
(εσφ. ανάγν. αντί καταπληκτικός), αυτός που προξενεί κατάπληξη και θαυμασμό, ο αξιοθαύμαστος, ο καταπληκτικός («ἀνὴρ κατάπληκτος τῷ μεγέθει», Θεοφ. Σιμ.).