χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
ἐπιθορυβῶ, -έω (Α)1. θορυβώ για κάτι, φωνάζω δυνατά σ’ ένδειξη δυσαρέσκειας ή ως σημείο επιδοκιμασίας (α. «ἐπεθορύβησε πάλιν ὁ ὄχλος», Ξεν.β. «εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθορυβησάντων», Πλάτ.).