επιπροϊάλλω

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

ἐπιπροϊάλλω (Α) προϊάλλω
1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω σε κάποιον.