επισκίαση

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκίασις) επισκιάζω
η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι
αρχ.-μσν.
θεϊκή σκέπη και προστασία.