Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
ἐπισπείρω (Α) σπείρω1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῖς», Πίνδ.).