ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ἐρίγληνος, -ον (Α)αυτός που έχει μεγάλους τους βολβούς τών ματιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»)].