ερίθακος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ἐρίθακος, ὁ (AM)
Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος
ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης)
2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έριθος. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: εριθεύς και ερίθυλος].