ερατώ

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

η (Α ἐρατώ) έραμαι
(ως κύριο όνομα) η Ερατώ
μία από τις εννέα Μούσες, προστάτιδα του έρωτα
νεοελλ.
1. προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο
2. ονομασία αστεροειδούς
αρχ.
ο αριθμός δύο (κατά τους Πυθαγορείους).