ερατώ

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐρατώ) έραμαι
(ως κύριο όνομα) η Ερατώ
μία από τις εννέα Μούσες, προστάτιδα του έρωτα
νεοελλ.
1. προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο
2. ονομασία αστεροειδούς
αρχ.
ο αριθμός δύο (κατά τους Πυθαγορείους).