εργοδηγός

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού
2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο.