εργοδηγός
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού
2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο.
ο
1. αυτός που επιβλέπει την εκτέλεση έργου σύμφωνα με τις οδηγίες αρχιτέκτονα ή μηχανικού
2. αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης σε εργοστάσιο.