Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.