ερεικίτας

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ἐρεικίτας και ἐρικίτας, ὁ (Α) ερείκω
ψωμί από χονδραλεσμένο κριθάρι.