ερείκω

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

ἐρείκω (Α)
1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» — σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.)
2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» — διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.)
3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» — οι θρακικοί άνεμοι έσπαζαν τα πλοία σπρώχνοντας τα το ένα πάνω στο άλλο, Αισχύλ.)
4. (για δημητριακούς καρπούς ή όσπρια) αλέθω, κοπανίζω («κριθαὶ ἐρηριγμέναι», Ιπποκρ.)
5. (στον αόρ. β’) ἤρικον
θραύομαι, σχίζομαι, κομματιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρεικ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα rei- «σχίζω, κόβω», με παρέκταση -k-, ενώ από την ίδια ρίζα με παρέκταση -p- προέρχεται, κατά μία άποψη, και το θ. ρειπ- του ερείπω. Πάντως ακριβώς αντίστοιχα του θ. ρεικ- δεν απαντούν στις ΙΕ γλώσσες. Στην αρχ. ινδ. όσοι από τους τύπους που θεωρούνται συγγενείς εμφανίζουν υπερωικό k εμφανίζουν συγχρόνως και δασύτητα: rikhati, likhati «σχίζω». Σε όσους πάλι δεν υπάρχει δασύτητα εμφανίζεται φθόγγος ουοανικής προέλευσης (και όχι υπερωικής j < k). riśati, liśati «ξεριζώνω, σχίζω». Συνδέεται ακόμη πιθ. με τα λιθ. riekiu, riekti «κόβω το ψωμί, οργώνω για πρώτη φορά τον αγρό». Συγγενή παράγωγα θεωρούνται επίσης τα αρχ. άνω γερμ. rīga και μσν. άνω γερμ. rīha «σειρά», καθώς και τα λατ. rixa «φιλονεικία», rīma «ρήγμα». Μεταξύ τών παραγώγων του υπάρχουν ορισμένα που στη θέση του -ει- εμφανίζουν -ε-, το οποίο δεν ερμηνεύεται, ενώ άλλα εμφανίζουν στην ίδια θέση -ι- που μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα.
ΠΑΡ. αρχ. ερέγματα, έρεγμός, ερεικάς, ερεικίδες, ερείκιον, ερεικίτας, ερίγματα, ερίγμη.
ΣΥΝΘ. αρχ. διερείκω, κατερείκω, υπερείκω].