ερεικίτας

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek Monolingual

ἐρεικίτας και ἐρικίτας, ὁ (Α) ερείκω
ψωμί από χονδραλεσμένο κριθάρι.