εριγηθής
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
ἐριγηθής, -ές (Α)
περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γηθής (< γήθος «χαρά»].