περιχαρής
English (LSJ)
περιχαρές, (χαίρω) exceeding glad, Hdt.1.119, 3.35,157, S.Aj.693 (lyr.), Diph. 43.19; τινι at a thing, Hdt.1.31, Ar.V.1477, Pax 309; ἐπί τινι Pl.R. 462b (opp. περιαλγής), Plb.1.41.1, D.S.11.57; διά τι Plb.4.86.5; τὸ π.,περιχάρεια, Th.2.51,7.73.
German (Pape)
[Seite 600] ές, ausnehmend, übermäßig froh; Soph. Ai. 678; τῷ πράγματι, über die Sache, Ar. Vesp. 1477; Gegensatz περιώδυνος, Her. 1, 31. 3, 35; Thuc. 2, 51; Plat. Tim. 86 b Rep. V, 462 b u. öfter; Isocr. 1, 42 u. Folgde; τοῖς παροῦσι, über, Pol. 1, 34, 12, u. oft; auch ἐπί τινι, 1, 41, 1; διά τι, 4, 86, 5; öfter bei Sp, wie Plut.; – τὸ περιχαρές, = περιχάρεια, Thuc. 2, 51. 7, 73.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très joyeux ou joyeux à l'excès ; τὸ περιχαρές joie extrême ou excessive.
Étymologie: περί, χαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιχαρής -ές [περί, χαίρω] buitengewoon verheugd, door het dolle heen; subst. τὸ περιχαρές uitbundige vreugde:. τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ in de uitbundige vreugde van het moment Thuc. 2.51.6.
Russian (Dvoretsky)
περιχᾰρής: чрезвычайно радующийся, восхищенный (τινι Her., Arph., ἐπί τινι и διά τι Polyb.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
γεμάτος χαρά, καταχαρούμενος
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περιχαρές
η μεγάλη χαρά.
επίρρ...
περιχαρῶς ΝΜΑ
με μεγάλη χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. υπερχαρής].
Greek Monotonic
περιχᾰρής: -ές (χαίρω), εξαιρετικά χαρούμενος ή ευτυχισμένος σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινι, για ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὸ περιχαρές, υπερβολική χαρά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιχᾰρής: -ές, (χαίρω) πλήρης χαρᾶς, χαίρων μεγάλως, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ περιώδυνος, περιαλγής, περίλυπος, Ἡρόδ. 1. 119., 3. 35, 157, Σοφ. Αἴ. 693, Πλάτ. Πολ. 462Β, κ. ἀλλ.· τινι Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Σφ. 1477, Εἰρ. 309· εἴς τι Δίφιλ. ἐν «Ζωγρ.» 2. 19· ἐπί τινι Πολύβ. 1. 41, 1· διά τι ὁ αὐτ. 4. 86, 5· ― τὸ περιχαρὲς = περιχάρεια, Θουκ. 2. 51., 7. 73. Ἐπίρρ. -ρῶς, Βυζ.
Middle Liddell
περι-χᾰρής, ές χαίρω
exceeding joyous or glad, Hdt., Soph., etc.; τινι at a thing, Hdt., Ar.:— τὸ π. excessive joy, Thuc.
English (Woodhouse)
delighted, joyful, merry, pleased