Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
ἐριγηθής, -ές (Α)
περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γηθής (< γήθος «χαρά»].