εριλαμπής

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ἐριλαμπής, -ές (Α)
ο πολύ λαμπρός («ἐριλαμπὴς σοφίη», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπής (< λάμπω)].