εριόστεπτος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
ἐριόστεπτος, -ον (Α)
ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -στεπτός (< στέφω)].