ερπετοειδής

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με ερπετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].