ερυθρίαση

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) ερυθριώ
το κοκκίνισμα του προσώπου (και γενικά του δέρματος) κυρίως από ντροπή.