κοκκίνισμα
Greek Monolingual
το κοκκινίζω
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα
2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα, φρυγάνισμα.